θώπευμα

θώπευμα
θώπ-ευμα, ατος, τό,
A piece of flattery, Ar.V.563: in pl., endearments, E.Supp.1103; flatteries, Pl.R.590c, Plu.2.823c:—[var] Dim. [suff] θωπ-ευμάτια, τά, bits of flattery, Ar.Eq.788.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θώπευμα — το (Α θώπευμα) [θωπεύω] 1. κολακευτικός λόγος, κολακεία, εκδήλωση εύνοιας ή τρυφερότητας, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • θώπευμα — το, ατος χάιδεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θώπευμ' — θώπευμα , θώπευμα piece of flattery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευμάτων — θώπευμα piece of flattery neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπεύμασι — θώπευμα piece of flattery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπεύματα — θώπευμα piece of flattery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωπευμάτιον — θωπευμάτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού θώπευμα*) στον πληθ. τα θωπευμάτια μικρές κολακείες, καλοπιάσματα, εκδηλώσεις στοργής και τρυφερότητας («ὡς ἀπὸ μικρῶν εὔνους αὐτῷ θωπευματίων γεγένησαι» πώς τού έχεις κερδίσει την εύνοια με μικρά καλοπιάσματα,… …   Dictionary of Greek

  • ՍՈՒՏԱԿԱՍՊԱՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0733 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. θωπεία, θώπευμα, κολακεία blanditiae, blandimentum, adulatio, assentatio. Քծնութիւն. մարդելուղութիւն. մարդահաճութիւն. կեղծաւորութիւն. *Սուտակասպասութեանն իսկ անսալով՝… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”